- συμμέτρησις
- συμμέτρησιςmeasuring by comparisonfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμέτρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμμετρῶ] μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» υπολογισμός τού μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος τού τείχους, Θουκ.) … Dictionary of Greek
συμμετρήσει — συμμέτρησις measuring by comparison fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμμετρήσεϊ , συμμέτρησις measuring by comparison fem dat sg (epic) συμμέτρησις measuring by comparison fem dat sg (attic ionic) συμμετρέω measure jointly aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμέτρησιν — συμμέτρησιν , συμμέτρησις measuring by comparison fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)